εἰδημόνως

εἰδημόνως
εἰδήμων
acquainted with
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εντριβής — ές (AM ἐντριβής, ές) 1. έμπειρος, πεπειραμένος, εξασκημένος, ειδικός, δοκιμασμένος, δόκιμος (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν πάνω στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό) (α. «είναι εντριβής φιλόλογος» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”